- λιθοσπαδὴς
- λῐθο-σπᾰδὴς ἁρμός, a chasm in the vaultA made by tearing out stones, S.Ant.1216.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθοσπαδής — λιθοσπαδής, ές (Α) φρ. «λιθοσπαδὴς ἁρμός» το χάσμα που δημιουργείται με την απόσπαση λίθων ή μέρους βράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. νεο σπαδής, νευρο σπαδής] … Dictionary of Greek
λιθοσπαδῆ — λιθοσπαδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιθοσπαδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιθοσπαδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek